Μηνιασταί — Μηνιασταί, οί (Α) αυτοί που λατρεύουν την ανατολική θεότητα Μην. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μήν πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *μηνιάζω «λατρεύω τον Μήνα»] … Dictionary of Greek
Μηνιασταί — worshippers of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)